- πλειστονίκης
- πλειστονί̱κης , πλειστονίκηςvictor in many contestsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλειστονίκης — και πλιστονίκης, ὁ, Α αυτός που νίκησε σε πάρα πολλούς αγώνες ή σε πάρα πολλά αγωνίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + νίκης (< νίκη)] … Dictionary of Greek
Απίων ο Πλειστονίκης — (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός λόγιος και ιστοριογράφος. Ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της ρητορικής και της γραμματικής, πρώτα στη Ρώμη και αργότερα στην Αλεξάνδρεια. Έγραψε διάφορα συγγράμματα, ανάμεσα στα οποία και μία διόρθωση των ομηρικών επών,… … Dictionary of Greek
Apion (Grammairien) — Pour les articles homonymes, voir Apion (homonymie). Apion dit Plistonicès fut un grammairien d Alexandrie. Né en Égypte, il fut député par les Alexandrins à Caligula pour se plaindre des Juifs. Il avait écrit une histoire de l Égypte, sous le… … Wikipédia en Français
Apion (grammairien) — Pour les articles homonymes, voir Apion (homonymie). Apion dit Plistonicès fut un grammairien d Alexandrie. Né en Égypte, il fut député par les Alexandrins à Caligula pour se plaindre des Juifs. Il avait écrit une histoire de l Égypte, sous le… … Wikipédia en Français
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
πλιστονίκης — ὁ, Α βλ. πλειστονίκης … Dictionary of Greek
πλειστονίκην — πλειστονί̱κην , πλειστονίκης victor in many contests masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλειστονίκου — πλειστονί̱κου , πλειστονίκης victor in many contests masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)